Η γ-GT (γ-γλουταμυλ τρανσφεράση) είναι ένα ένζυμο που αυξάνει κυρίως σε παθήσεις του ήπατος και των χοληφόρων. Αποτελεί ευαίσθητο αλλά όχι ειδικό δείκτη ηπατικής δυσλειτουργίας, επηρεάζεται από αλκοόλ και φάρμακα, και βοηθά στη διαφοροποίηση ηπατικής από οστική νόσο.
Τι είναι η γ-GT (GGT);
Η γ-GT (γ-γλουταμυλ-τρανσφεράση, GGT) είναι ένα ένζυμο που αποτελεί τον πλέον ευαίσθητο διαγνωστικό δείκτη των παθήσεων του ήπατος και δη των χοληφόρων. Η γ-GT έχει χαμηλή ειδικότητα, καθώς εντοπίζεται στην κυτταρική μεμβράνη αρκετών ιστών, όπως στα νεφρά, πάγκρεας, ήπαρ, σπλήνα, καρδιά, εγκέφαλο και κύρια αγγεία. Η γ-GT παίζει σημαντικό ρόλο στη μεταφορά αμινοξέων.
Ποιες είναι οι φυσιολογικές τιμές της γ-GT (GGT);
Οι φυσιολογικές τιμές της γ-GT διαφέρουν από εργαστήριο σε εργαστήριο ανάλογα με το αντιδραστήριο που χρησιμοποιείται. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι φυσιολογικές τιμές της γ-GT κυμαίνονται από 5 έως 40 IU/L.
Η γ-GT δεν διαφέρει μεταξύ ανδρών και γυναικών, αν και σε κάποιες μελέτες εδείχθη υψηλότερη γ-GT στους άνδρες από τις γυναίκες. Η γ-GT είναι 6-7 φορές υψηλότερη στα νεογνά σε σχέση με τους ενήλικες. Η γ-GT δεν αυξάνει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Πού οφείλεται η αυξημένη γ-GT (GGT);
Αυξημένη γ-GT ανευρίσκεται σε παθήσεις ήπατος, χοληφόρων και παγκρέατος. Η γ-GT συνεκτιμάται με την αλκαλική φωσφατάση και την 5-νουκλεοτιδάση. Επειδή η γ-GT δεν αυξάνει στις περιπτώσεις οστικής βλάβης, βοηθάει να διευκρινισθεί αν η αυξημένη αλκαλική φωσφατάση οφείλεται στο ήπαρ ή στα οστά.
Άλλες περιπτώσεις αύξησης της γ-GT περιλαμβάνουν:
- Λήψη φαρμάκων (φαινυτοΐνη, βαρβιτουρικά)
- Κατάχρηση αλκοόλ (ακόμα και όταν η χολερυθρίνη, η αλκαλική φωσφατάση και οι τρανσαμινάσες είναι φυσιολογικές). Φαίνεται ότι το αλκοόλ προκαλεί έκλυση της γ-GT από τα ηπατικά κύτταρα. Εντούτοις, το 1/3 των ατόμων που κάνουν κατάχρηση αλκοόλ έχουν φυσιολογικές τιμές γ-GT.
- Έμφραγμα μυοκαρδίου
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια
- Σακχαρώδης διαβήτης
- Ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Ορισμένα μη μεταστατικά νεοπλάσματα (π.χ. καρκίνος μαστού και πνεύμονα, υπερνέφρωμα, μελάνωμα)